μαραζώνω

μαραζώνω
μαράζωσα, μαραζωμένος, μαραζιάζω (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαραζώνω — μαραζώνω, μαράζωσα, μαραζωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαραζώνω — [μαράζι] 1. επιφέρω μαρασμό, προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι …   Dictionary of Greek

  • καρδιομαραίνω — 1. μαραίνω την καρδιά κάποιου, προξενώ σε κάποιον μεγάλη στενοχώρια και θλίψη από έρωτα, μαραζώνω κάποιον 2. (αμτβ.) υφίσταμαι μαρασμό, μαραζώνω …   Dictionary of Greek

  • καρδιομαραίνω — καρδιομάρανα, καρδιομαράθηκα, καρδιομαραμένος 1. μαραίνω την καρδιά κάποιου, τον μαραζώνω: Τον καρδιομάρανες τον Παύλο. 2. μαραζώνω εγώ ο ίδιος: Καρδιομαραίνω, όταν πηγαίνει μ άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαράζωτος — η, ο [μαραζώνω] 1. (για καρπούς) αυτός που δεν μαραίνεται ή δεν μαράθηκε 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαραζώνει, δεν στενοχωριέται ή δεν στενοχωρήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… …   Dictionary of Greek

  • μαράζωμα — το [μαραζώνω] 1. μαρασμός, μάρανση 2. μελαγχολία που προέρχεται από μεγάλη θλίψη …   Dictionary of Greek

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

  • μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω …   Dictionary of Greek

  • σαρακιάζω — Ν [σαράκι] (αμτβ.) 1. (για ξύλο) τρώγομαι από σαράκι 2. μτφ. υποφέρω ψυχικά από μια αιτία που είναι άγνωστη στους άλλους, φθείρομαι, μαραζώνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σαρακιασμένος, η, ο σαρακοφαγωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”